TAUROCATHAPSIA — Graece Ταυροκαθάψια, a ταῦρος et καθάπτομαι, apud Graecos nomen Ludi ac certaminis, quorum mentio vix ulla in Veterib. libris. Reperit in marmore ex Graecia Asiaticâ pridem allato, quod in hortulo Musaei sui Carmelitici se habere cum figuris ac… … Hofmann J. Lexicon universale
ταυρομάχια — (στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι… … Dictionary of Greek
ταυρομαχία — (στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι… … Dictionary of Greek
Bull-leaping — (also , from Greek gr. ταυροκαθάψια [The name of a ritual bull fight held on occasion of a festival in Thessaly (scholion to Pindar, Pythian Odes 2.78), at Smyrna (CIG 3212) and at Sinope (CIG 4157).] ) is a motif of Middle Bronze Age figurative… … Wikipedia
Saut au-dessus du taureau — Voltige avec taureau, une figurine en ivoire trouvée au palais de Cnossos, Crète. La seule figurine complète survivante d’un groupe plus large. C’est la première représentation en trois dimension d’un voltige avec taureau. On suppose que la… … Wikipédia en Français
Таврокатапсия — Не следует путать с тавромахией. Таврокатапсия (ταυροκαθάψια) ритуальные прыжки через быка, известные по художественным материалам минойской цивилизации. Содержание 1 Основные сведения 2 … Википедия
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ταυρηλάτης — και ταυρελάτης, ὁ, Α 1. αυτός που οδηγεί βόδια, βουκόλος 2. (ιδίως στη Θεσσαλία) ιππέας που μετείχε κατά τρόπο ενεργό στα ταυροκαθάψια*, έφιππος ταυρομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης, με έκταση λόγω… … Dictionary of Greek
ταυροκάθαψις — άψεως, ἡ, Α τα ταυροκαθάψια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + καθάπτω] … Dictionary of Greek
ταυροκαθάπτης — ὁ, Α 1. ιππέας που έπαιρνε μέρος στα θεσσαλικά ταυροκαθάψια 2. είδος ανδρεικέλου που χρησίμευε για την παρόξυνση τών ταύρων κατά τις ταυρομαχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + καθαπτής (< καθάπτω)] … Dictionary of Greek